- ταμεσιχρως
- ταμεσίχρωςτᾰμεσί-χρωςοος adj. разрезающий кожу, ранящий
(ἐγχείη Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐγχείη Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ταμεσίχρως — οος, ὁ, ἡ, Α αυτός που κόβει, που τραυματίζει το δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β ταμεῖν τού ρ. τέμνω, κατά τα σύνθ. τού τύπου τερψίμ βροτος* (βλ. λ. τέρπω) + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»)] … Dictionary of Greek
ταμεσίχροα — ταμεσίχρως cutting the skin masc/fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμεσίχροας — ταμεσίχρως cutting the skin masc/fem acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τμησίχρους — ουν, και ασυναίρ. τ. τμησίχροος, οον, Α ταμεσίχρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη σι (βλ. λ. τμήγω και τέμνω), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (βλ. λ. τέρπω) + χρους (< χρώς*, χροός «χρώμα, επιδερμίδα»)] … Dictionary of Greek